- συνείσακτος
- -η, -ο / συνείσακτος, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος, Ν [συνεισάγω]νεοελλ.(το θηλ. πληθ. ως ουσ.) οι συνείσακτοιεκκλ. εγκρατείς γυναίκες, αφιερωμένες, συνήθως, παρθένες ή χήρες, οι οποίες συγκατοικούσαν με εγκρατείς άνδρες, κληρικούς ή ασκητές, με σκοπό την πνευματική τελείωσημσν.-αρχ.1. ο μαζί με άλλον εισαχθείς2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ὁ, ἡ συνείσακτοςο πνευματικός αδελφός3. φρ. «θυγατέρες συνείσακτοι» — νόθες κόρες (Ευστ.).
Dictionary of Greek. 2013.